|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τουφεκιοφόρος? — — βούλευμα — αναγοριά — φανίζομαι — ολόρθος — γραφειοκρατία — έναυσμα — χαβούτσια — τούρκα — αγέμιστος — πεζογέφυρα — οκτάκις — ανελάττωτος — καταληψίας — κομψεπίκομψος — Σεπτέμβριος — γαζέλλα — σπονδυλωτά — ζουζούνα — πάρεση — αμπέρ — σταρήθρα |
|||