σπιτάκι

формы словаβ
σπιτάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σπιτάκι? —


ελεγειογράφοςεπαγώγιμοςεξοτμίσιμοςκρυστάλλουργείοφυσιολάτρισσαεπιλαμβάνομαιαφυλλοςκαρδαμώνωπετρελαιοειδήφτωχοκαλύβαΛεβαντίναφυτίστραθεοσκοτωμένοςεντολεύςεπιπολαιότητααστυΐατροςακουαρέλασκολόρθαζλάπιφιλώχορτοφαγία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit