|
η вышивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышивание? — ποικιλτική как с (ново)греческого переводится слово ποικιλτική? — вышивание — μεταφράσιμος — μάκρεμα — υπήνεμος — παρέασις — σουλτανικός — τουλουπάνι — τουρκολογία — ανδρικός — τουμπάνιασμα — γλυκονανουρίζω — πατήθρα — τραυματίζομαι — αρκουδάκι — δημοπρόβλητος — πραγματικός — ιπποπόταμος — μπριάνι — περιώμιο — ηλεκτρακουστική — οχυρωμένος — ψαχούλεμα |
|||