|
1) галантный (о человеке); 2) щедрый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галантный? — γαλαντόμος как на (ново)греческом будет слово щедрый? — γαλαντόμος как с (ново)греческого переводится слово γαλαντόμος? — галантный, щедрый — πατρικός — παράσπονδος — βατεύω — ξαμπελώνω — γελοιοποίηση — κλειδαρότρυπα — κρασοκανάτα — αυτουργία — αβέλτερος — βολιστήρας — όμιλος — φευγάτισμα — τραγωδιοποιός — οδοκαθαριστής — δαιμονομανία — αγρόκτημα — υφασμάτινος — ρούσικος — άπταιστα — ορθοστάτης — κοινοτικός |
|||