|
το судьба, рок, участь; είναι ~ — суждено; τό ~ του ήταν ν' αποθάνει νέος — [phrase]ему суждено было умереть молодым[/phrase]; === τό ~ον φυγείν αδύνατον — погов. [phrase]от судьбы не уйдёшь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судьба? — πεπρωμένο как на (ново)греческом будет слово рок? — πεπρωμένο как на (ново)греческом будет слово участь? — πεπρωμένο как с (ново)греческого переводится слово πεπρωμένο? — судьба, рок, участь — τσιρλώ — συνορίζομαι — αεριοωθούμενος — δημοτικότητα — μολογάω — φωτεινότητα — σαμποτάρω — δακρύρροια — ηλεκτρομετρικός — κλονίζομαι — ξωτικός — χρύσωπον — διοριζόμενος — δυσώδης — αξιοθρήνητος — κοινοβιότης — χολοσκάω — σφήξ — εντεριώνη — σταράτα — ολιγόστιχος |
|||