|
албанский; === ~η φωτιά — большой костёр; έχει (или είναι) ~о κεφάλι — он очень упрям; τόν έπιασε τ' ~ο — он заупрямился #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово албанский? — αρβανίτικος как с (ново)греческого переводится слово αρβανίτικος? — албанский — οσηδήποτε — παράβλεψη — δεκαπλασίαση — δαμασκηνο — αγέννηγος — βάνδαλος — καμωματάρης — σύλαρδος — ξιφομάχος — αντίχειρ — στριφτάρι — παρατείνω — παρασέρνω — μπουρτζόβλαχος — αποδιδράσκω — αλαφροποινίτισσα — ασούβλιστος — ευνοϊκός — αντιφασίστας — βραδυπαλμία — σκουντιά |
|||