|
το пузо, брюхо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пузо? — προκοίλι как на (ново)греческом будет слово брюхо? — προκοίλι как с (ново)греческого переводится слово προκοίλι? — пузо, брюхо — ροπή — καταργώ — κρυπτογράφηση — ροκανίζω — γιοσμαρίνι — ξενυχιάζω — διαβεβαιωτικός — στριφώνω — αβραμηλιά — αυτοκατηγορούμαι — γρικάω — όρχιδα — χειροτεχνικός — επιστρατεύω — μαντρίζω — ξελιγδιάζω — αγγειοπλάστης — σφυγμός — αγρίωμα — παινεύω — μάτην |
|||