|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово όδευσις? — — αναρχούμενος — τσιγαρισμένος — ζλάπι — δορυκτήτωρας — ενούρησις — ακρεβάτωτος — γαλειά — αλεκτόρειος — βωλοδέρνομαι — αιμοπτυσία — εύδιος — δωδεκάκις — ομματίδιον — συγκεντρωτικά — ειρωνευτικός — ρουφιάνος — προβολή — προσθήκη — ζυγοστάθμησις — ηγέρθην — αγριάνηθο |
|||