|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοντοκρατώ? — — διαπάλη — διαγράμμιση — ψευδορκώ — ανάγρσμμα — μαργαριτόπλεχτος — τυλίγομαι — απροφύλακτος — σμυριδόχαρτο — κολατσιό — ανεκδήλωτος — λαγχάνω — διασκεδαστικός — δρύφρακτο — μαστροχαλάστρας — μονόχερος — δηλητηριώδης — καρδιόπονος — απίσχνανση — άρκευθος — ατύπωτος — δενδροτόμηση |
|||