|
παθ. αόρ. от εγείρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηγέρθην? — — διαιτήτρια — δετικός — σύκο — αθυσίαστος — ερινεάζω — ναυπηγικός — Ευαγγελισμός — γερόλυκος — μωροπιστία — ανομολόγητος — ακραιφνώς — μακροκέφαλος — πρωταυγουστιάτικος — κορμοστασιά — αναδασωτέος — οστρακόδερμα — λιμπρεττίστας — ομιλώ — παιδικός — δούλευση — ηδονοθήρας |
|||