ηγέρθην

формы словаβ
ηγέρθην
παθ. αόρ. от εγείρω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ηγέρθην? —


διαιτήτριαδετικόςσύκοαθυσίαστοςερινεάζωναυπηγικόςΕυαγγελισμόςγερόλυκοςμωροπιστίαανομολόγητοςακραιφνώςμακροκέφαλοςπρωταυγουστιάτικοςκορμοστασιάαναδασωτέοςοστρακόδερμαλιμπρεττίσταςομιλώπαιδικόςδούλευσηηδονοθήρας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit