Новогреческий словарь
αλάφιασμα
αλάφιασμα
το
испуг, страх
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
испуг
? —
αλάφιασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
страх
? —
αλάφιασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλάφιασμα
? — испуг, страх
#
(ново)греческий словарь
—
απένταρος
—
κρανίο
—
κόσσα
—
γαλάριος
—
πρόστησις
—
δρωτσίλα
—
βρωμονέρι
—
μολυσμένος
—
μηλόκρασο
—
εποφθαλμιώ
—
οκτάπους
—
ζευγάρωμα
—
ισομορφισμός
—
σκάγι
—
παλτουδιά
—
σκίζα
—
ταΐνι
—
ναυκληρικός
—
παστουρμάς
—
εξαιρετικότητα
—
πεντακοσάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,