|
το фарм. креозот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово креозот? — κρεόζωτον как с (ново)греческого переводится слово κρεόζωτον? — креозот — καταπιάνομαι — ψυχαναλυτής — τιμολογώ — στεατώδης — βρωμιάρης — μονόσπερμος — εποικοδόμηση — συβαριτισμός — λαλίστατος — υδροστρόβιλος — γαϊδουράς — κοκκύζω — παραμέληση — σκέλι — ξεμυστηρεύομαι — ξάρμισμα — αραιότητα — χαμοκέρασο — υπερθερμία — άφωτα — κολλητήρι |
|||