|
η роговая обманка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово роговая обманка? — κεροστίλβη как с (ново)греческого переводится слово κεροστίλβη? — роговая обманка — πιεστικός — προβόδισμα — αποψίλωση — αντιπεφωνημένος — δίπραχτος — ανελίσσομαι — στυφτικότητα — μακρο- — ατομικότητα — γραίδιο — τσούγκρισμα — διατιμημένος — αεριογόνο — εκτημόριον — μιμήτρια — ανηλώθην — αεροβόλο — κηπόπολη — ανυπερπήδητος — άπατος — σμαραγδοειδής |
|||