|
το растение; === ζω σάν ~ — вести растительный образ жизни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растение? — φυτό как с (ново)греческого переводится слово φυτό? — растение — εξελκωτικός — φόρτιση — συγκατοικώ — χρονιά — υπογένεοτη — ξεσβερκιάζομαι — εκδύω — φυσιολογικά — στροβομύτης — χειρουργική — συμβολαιογραφικά — ολοσχερώς — ανεμόδαρτος — μέθη — δίκωχος — μπλοκέρνω — αρκτόδερμα — καληνύχτισμα — ανοικοδομώ — συκοπιτταρίδα — συνυπολογίζω |
|||