Новогреческий словарь
φυτό
φυτό
το
растение
;
===
ζω σάν ~ — вести растительный образ жизни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
растение
? —
φυτό
как с
(ново)греческого
переводится слово
φυτό
? — растение
#
(ново)греческий словарь
—
μονόλογος
—
μονοκονδυλιά
—
κατακριτέος
—
εμβριθής
—
μουλλώχνω
—
καθημερινότητα
—
γλυκοπαρηγοριά
—
ανουθέτητος
—
διαμφισβητούμενος
—
υπενοικιαστής
—
δουκέσσα
—
αδελφικότητα
—
κώλυμα
—
στακτός
—
πρόφρων
—
κατασυκοφαντώ
—
αγωγός
—
λαθρεπιβάτης
—
εγκάθειρξη
—
γαλακτοβούτυρο
—
αβαυκάλιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве