|
ο меняла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меняла? — σαράφης как с (ново)греческого переводится слово σαράφης? — меняла — ακοίμιστος — προσφυγοπατέρος — Βίβλος — υπηρεσιακός — μοσχοθυμίαμα — ετοιμόγεννος — ένουρος — απερικάλυπτος — πλοιαρχώ — τόννος — θρέψη — αντροκαλώ — απάλειψη — κωλόπανο — ελλοχεύω — ακαθύβριστος — εγκατάλειψη — ξενόφιλος — εξάρμοση — συχνός — έαρ |
|||