Новогреческий словарь
παράλιος
παράλι|ος
приморский, прибрежный
;
~ή οδός — приморское шоссе
;
~ή λεωφόρος — приморский бульвар
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приморский
? —
παράλιος
как на
(ново)греческом
будет слово
прибрежный
? —
παράλιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παράλιος
? — приморский, прибрежный
#
(ново)греческий словарь
—
ηπειρώτης
—
υδροκινητήρας
—
ξυλόδεμα
—
γλαυκώδης
—
τοιουτοτρόπως
—
ουρανόλιθος
—
αποκουρά
—
βρέξιμο
—
δυχατέρα
—
καστανιέτα
—
έμμηνα
—
ρεβιθοκοτόσουπα
—
εθελοκωφεύω
—
μπουγαδοκλέφτης
—
κονιδιάζω
—
κλωτσοπατινάδα
—
θαλαμηπόλος
—
εγκαινιασριός
—
κοινοποιώ
—
διακηρύττω
—
μεταδίδω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,