|
приморский, прибрежный; ~ή οδός — приморское шоссе; ~ή λεωφόρος — приморский бульвар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приморский? — παράλιος как на (ново)греческом будет слово прибрежный? — παράλιος как с (ново)греческого переводится слово παράλιος? — приморский, прибрежный — δρομολάτης — λιθογνώμωνας — ναρκοσυλλέκτις — ζηλεύομαι — περιττός — βυρσοδεψεία — ξιφοειδής — έξοδο — κουμπάρα — αξιοτίμητος — ημικατεστραμμένος — αποχωρίζομαι — Απριλιανός — πρωτοδουλεύω — απόπνοια — επικυρίαρχος — ισάζω — στοιχειοχυτήριο — σαλαγώ — αγέλαστα — ουσιαστικοποιώ |
|||