|
который нельзя переплыть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово который нельзя переплыть? — αδιάπλευστος как с (ново)греческого переводится слово αδιάπλευστος? — который нельзя переплыть — ευσυνείδητος — ολόγλυφος — συρταριέρα — κομπωτός — ψυγείο — ακονόλιθος — προμήθεια — πανηγυρισμός — σουρτάρι — βούργια — εκπροσωπώ — κουζινιέρα — ανάζερβος — ομοθερμία — ασκητεύω — αποσταλάζω — στραμπούλισμα — ξηροκέφαλος — φαμπρικάρω — γκαινιάζω — δυναμισμός |
|||