|
ο ист. фараон; === φόρεμα ~ — пёстрое платье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фараон? — φαραώ как с (ново)греческого переводится слово φαραώ? — фараон — κατανεμητής — ασκάθαρος — διαλυτικά — τουρκικά — κοκαλώνω — ανεμομάζωχτος — κακορίζικος — δείλιασμα — αντικαλώ — απήχηση — χαριτολόγος — κορνιζοποιός — κοτόψειρα — καφεόδεντρο — χοντρόκωλα — νεροπούλα — άπωση — χωράφι — αφυπηρετώ — κλασματικός — επτάεδρον |
|||