|
сильно; έλκε ~! — мор. [phrase]раз, два - взяли![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно? — επιβριθώς как с (ново)греческого переводится слово επιβριθώς? — сильно — δαφνηφόρος — αδήριτα — ψηλοτάβανος — μουτούλι — μελισσοκομικός — κακοπιστία — καρβέλι — ευπαίδευτος — τρυλλίζω — σχοινοτενώς — αμφίχειρας — παχυδερμισμός — ασηπτος — σκηνή — βρωμιάρικος — ηλεκτροτεχνία — προθήκη — λιθολογικός — επανωβελονιά — πικραμυγδαλιά — δεκαεφτάχρονος |
|||