|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δοκιμάστρια? — — αμμόμετρο — γουρλώνω — βεβηλωμένος — στυπόχαρτο — ξεσέλλωτος — αναλειώνω — γαλβανιζέ — συναγερμός — λογοθεραπευτής — χρυσοειδής — τριποδισμός — γεννητής — νηματουργία — ενδόζωα — ωογονία — ασέβεια — αιματοσκοπία — πεντάκλωνος — ψήστης — ενδοσπλάγχνιος — θερμοπαρακαλώ |
|||