|
вытаращенный, выпученный (о глазах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытаращенный? — γουρλωτός как на (ново)греческом будет слово выпученный? — γουρλωτός как с (ново)греческого переводится слово γουρλωτός? — вытаращенный, выпученный — μετάλλευση — γυφταριό — λάχνη — αναμενόμενος — σανιδόσκαλα — εντομοφαγία — δοχείο — άπελπις — διαφυλάσσομαι — γυψοπλάστης — φωνασκώ — παστορέλλα — αυτοχρωμία — δοκουμέντο — ψηλαφητός — ρεβιθάδα — διαφέντευμα — ραχιαλγία — αλληλοκατανόηση — άγογγυση — απαράβαλτος |
|||