|
το сбор маслин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сбор маслин? — λιομάζωμα как с (ново)греческого переводится слово λιομάζωμα? — сбор маслин — ατρύγιστος — απέθαντος — εγκεφαλικό — βιαιοπαθής — θεογονία — τιμολογιακός — αναδιανομή — ζωοθεϊσμός — ενθύμηση — μετάθεση — φτωχοκομείο — λαγάνα — βόγγητό — ραδιοδέκτης — λύγος — επ'αυτοφώρω — διαθρύπτομαι — ιχθυέλαιο — τειχοποιία — διακοσμώ — στερρώς |
|||