Новогреческий словарь
επισκηπτικός
επισκηπτικός
обрушивающийся
;
~ή βολή — воен. навесный огонь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обрушивающийся
? —
επισκηπτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
επισκηπτικός
? — обрушивающийся
#
(ново)греческий словарь
—
χιλιοφορεμένος
—
διαπερατότητα
—
ανθυποκτηνίατρος
—
αλληλοσπαράσσομαι
—
χαψί
—
εξυγιαίνομαι
—
θρασομονώ
—
υδροθεραπευτικός
—
αλατουργια
—
ταβανώνω
—
μεσολαβητής
—
αρχιδούκισσα
—
κριός
—
στρυχνίνη
—
λάδι
—
πελαργός
—
υιοθεσία
—
στραταρχία
—
ελληνολάτρις
—
ευθυμογράφος
—
παντοπωλείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве