Новогреческий словарь
επισκηπτικός
επισκηπτικός
обрушивающийся
;
~ή βολή — воен. навесный огонь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обрушивающийся
? —
επισκηπτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
επισκηπτικός
? — обрушивающийся
#
(ново)греческий словарь
—
χειλόφωνα
—
δεκαπεντάμερο
—
αρνησιθρησκεία
—
προφτάνω
—
πατσατζίδικο
—
σαπρία
—
κοινωνισμός
—
αποστοματισμός
—
χάσιμο
—
ευθετώ
—
γαμώκωλος
—
μαθητολόγιο
—
πλευστότητα
—
κεί
—
πτερνιστήρας
—
γυμνοσαλίγκαρος
—
διυλίζω
—
μερεμετίζω
—
απολείτουργα
—
ήμεσα
—
Χούνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве