|
штопор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штопор? — αναπωμαστήρας как с (ново)греческого переводится слово αναπωμαστήρας? — штопор — ατσίδι — ξεστρίβομαι — ίσια — ασωπασιά — στημόνιασμα — κρεατωμένος — πνευματιστής — ἑσσόομαι — κορφολόγημα — βλάστημος — ιστιοραφίδα — ακαδημαϊκώς — μαυρογή — σάντουιτς — ελκυστήρας — διευκόλυνση — σίδηρος — ενενηνταριά — δεντροκομία — ανοίκιαστος — λάσσο |
|||