|
регулирующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово регулирующий? — ρυθμιστικός как с (ново)греческого переводится слово ρυθμιστικός? — регулирующий — επικονιασμένος — κλάδα — μέσοφρυς — αγιάζι — πέσο — ανεχίτωμα — αξετίμητος — πολιτευτής — θύελλα — πετροκοπιό — γεφύρι — διάταγμα — φέρετρο — σαγόνι — ανασηκωτός — χορταίνω — επίσαξη — υψόθεν — σιγανοπόταμο — φορονομία — συστασιώτης |
|||