|
το старьёвщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старьёвщик? — γιουσουρούμ как с (ново)греческого переводится слово γιουσουρούμ? — старьёвщик — μπακότερμα — μηδείς — αλάκιστος — ίλη — οστρεοτροφείο — ενστάζω — μισάνθρωπος — αυτοπρόσωπος — δανέζικος — μπάνισμα — απαράλλαχτα — αβύζωτος — αλλαντοποιός — εσώτερος — τυφλωμένος — ογδόη — πεζός — ρευματιά — αντιβασιλικά — σπλήνιασμα — μπατήρης |
|||