|
слепорождённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слепорождённый? — τυφλογενής как с (ново)греческого переводится слово τυφλογενής? — слепорождённый — θράσος — πρωταρχίζω — έπηξα — εμφατικός — απικρος — μαλλισρισμός — προβολικός — μπάσκετμπολ — αυγουστιάτικο — ερώτηση — αντεκδικητικά — κρανέα — θυμώνω — αιγοκλέπτης — σκοτειδιάζω — προχειρογράφος — ανοικτιρμοσύνη — στερεομετρία — ιλαρός — ανοσιότητα — πονοκεφαλιά |
|||