|
η удовольствие; приятность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удовольствие? — τερπνότητα как на (ново)греческом будет слово приятность? — τερπνότητα как с (ново)греческого переводится слово τερπνότητα? — удовольствие, приятность — πρωτότοκος — πρωτομάρτυρας — αποβλέπω — γελαδότριχα — ρεφούζιο — επίπληξη — δράκα — θεός — αμολλητός — φιλοτομαριστής — τάλας — προοιωνίζομαι — φαρμακοσυλλέκτης — γλωσσογνωσία — μεσόπλευρος — επαργυρτικός — δυσφόρητος — μοναστικός — υδροποτώ — δελεαστικός — τσιχλογέρακο |
|||