|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταχυολογώ? — — φυλλοστρωμένος — πιθηκισμός — σφαγάρι — άκωπος — παραπλάνηση — υποσιτίζω — αχυρόσκεπος — πραγματιστικός — ξακρίζω — αραποσιτιά — πρωτοκολλητής — διαφλέγομαι — σήραγγα — αμοιβάδωση — νυχτοκάματο — αμοίχεοτος — μεσόστεγο — δίπηχος — τουρίστης — αραβοσίτινος — ταβανόσκουπα |
|||