|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δειγματοληπτικός? — — πρόχειρος — ενεργώ — επίδικος — φορτσάδος — έμπνευση — σκελετός — υπανδρεύομαι — σογχωρητός — ελλιμενισμός — κουκούνα — σωματάρχης — ανθοπώλισσα — εκβαρβαρώνω — βερνικωτός — Ιρλανδή — βεζικάντι — υδροξίδιο — ταχινόσουπα — αστυσία — φωσφορισμός — αντιυγροσκοπικός |
|||