|
η портулак (овощ) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово портулак? — ανδράκλα как с (ново)греческого переводится слово ανδράκλα? — портулак — υποτρέμω — αβδελλώνω — χωρατά — χαλυβοποίηση — καλοκαιριάζει — καλόγουστος — μεγαλόκαρδος — ραδιοηλεκτροτεχνία — γαντζούδι — Αμαζών — μόρος — βυνοποίηση — μαντικός — γλυκομεσήμερο — αποβίβαση — κόπος — καμπιάζω — κόττερο — πρωθοπουργεύω — αυταρέσκεια — πελεκώ |
|||