Новогреческий словарь
αυτότροφος
αυτότροφ|ος
бот.
автотрофный
;
~α φυτά — автотрофные растения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
автотрофный
? —
αυτότροφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτότροφος
? — автотрофный
#
(ново)греческий словарь
—
πινακηδόν
—
σκεπαρνιά
—
εξώθερμος
—
τροχαία
—
αδικιάρης
—
βαλανοειδής
—
διακαής
—
πραγματοποίηση
—
νοτιοδυτικά
—
τουμπίτσα
—
μυθολόγος
—
μουσειολογία
—
ευφραίνω
—
ανέγνωσα
—
φορτωμένος
—
πολικός
—
λιθόστρωση
—
μοναχόπαιδο
—
στροφορμή
—
ωοτάριχον
—
εμποροκαπετάνιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве