|
ο, η корзинщик, корзинщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корзинщик? — καλαθοποιός как на (ново)греческом будет слово корзинщица? — καλαθοποιός как с (ново)греческого переводится слово καλαθοποιός? — корзинщик, корзинщица — επιγλωττίδα — ευδόκιμος — σκαντζοχοιράκι — πηλός — αντιβράχιον — ρακοπότηρο — ξηροκλίβανος — αμόλυντος — αγελαδινός — διασκεπτικός — νεροπούλα — σύγυρο — προφταίνω — γλωσσιά — τυποποιία — βοοειδής — αποδειπνώ — διηγηματικό — επικονιασμός — γοντζές — κάδρο |
|||