Новогреческий словарь
απολεπτύνω
απολεπτύνω
(αόρ. απελέπτυνα, παθ. αόρ. απελεπτύνθην)
утончать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утончать
? —
απολεπτύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολεπτύνω
? — утончать
#
(ново)греческий словарь
—
εκθειοστικός
—
λογικότητα
—
ψίδιασμα
—
άγαρμπος
—
αλσώδης
—
φελλός
—
αξεσήκωτος
—
αναβροχιά
—
αδικητής
—
μαγεύω
—
θαλάσσερμα
—
αχαλίνωτος
—
εριστικώς
—
επιμελητήριο
—
αμαχητί
—
εκτροχίαση
—
ρίνη
—
ιζηματογόνος
—
διευκολύνω
—
μαχμουρλής
—
ζαχαροποίηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве