|
ο, η мировой судья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мировой судья? — ειρηνοδίκης как с (ново)греческого переводится слово ειρηνοδίκης? — мировой судья — έκζεμα — ορνιθόμυαλος — ξεσπώ — πυκνωτής — μποά — απτάλης — θλώ — εκτεθειμένος — νομομαθής — επικασσιτέρωση — νείδι — πυρηνίνη — κουλουρτζής — λησμοσύνη — βουλευτήριο — ανθυπασπιστής — γόνα — γυναικοφέρσιμο — ανακλητικός — χυμένος — εξεζητημένα |
|||