|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρχετυπικός? — — χονδρίλλα — πελεκητός — προπορεύομαι — μπεόπουλο — πρωθυπουργώ — τροχός — τένοντας — ριγώνω — ψιθυριστά — κακοχώνευτος — εξαπλούς — μητρυιός — ταξιδιάρικος — απροφύλακτος — λυράρης — τζαζ — ογρός — ανακωχάζω — επενδύτης — ακτοφρουρός — λείμμα |
|||