Новогреческий словарь
αρχετυπικός
αρχετυπικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρχετυπικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αφιερώνομαι
—
τίκτω
—
διαβόλογυναίκα
—
οδόστρωμα
—
γλισχρότητα
—
ψαρολογώ
—
αναβάπτιση
—
αποστερητικός
—
επιρρέπω
—
στούπωμα
—
εμπνέυω
—
ύαλος
—
απογερνώ
—
κωλο-
—
ναζού
—
λουμινάλη
—
εναντιοδρομία
—
σαλπάρισμα
—
ελλαδίτικος
—
στασίασμός
—
αυτογονία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω