|
оглушительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оглушительный? — εκκωφαντικός как с (ново)греческого переводится слово εκκωφαντικός? — оглушительный — ομόχρονος — επιστέγαση — διερείδω — επιζήτητος — κουμπανία — αντεπανάσταση — επιψεκασμός — κυπριακός — ναρκοθετώ — ονείρεμα — φωταντίτυπο — μπεζερίζω — γιαλαντζί — εύψυχος — πυρομετρία — εμπειριοκρατικός — εκφοβώ — προσομοιάζω — σύθαμπο — απρόκοφτος — απολύομαι |
|||