|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σερνάμενος? — — αδόκιμος — διαπιστώνω — κουβαλητός — μωρολόγημα — πετρελαιοπηγή — πόπολο — πταρμός — παρασκηνιακός — διαχείριση — μποτζίρω — κυνηγότοπος — λεμονόδασος — τελίτσες — φωνακλού — προγονός — σείσις — μακαρονίζω — πληχτικός — σύθεμα — κοινωμάτιον — ψυχοβιολόγος |
|||