|
η двор (тж. царский и т. п.); βασιλική ~ — королевский двор; === λεμονιά μές τήν ~ μου κι' άν ανθίσει, δέν ανθίσει — посл. [phrase]мне никто не указ, в своём доме что хочу, то и ворочу[/phrase]; διψά η ~ σου γιά νερό καί σύ τό ρίχνεις (или χύνεις) έξω — посл. [phrase]чего немножко, того не мечи в окошко[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двор? — αυλή как с (ново)греческого переводится слово αυλή? — двор — αιθερόδρομα — τακτοποίηση — πολυγραφικός — ακέρατος — αεροναυτιλιακός — ξετσίπωτος — ένοπλος — αναγέννηση — γεφυροποιός — κυνικός — σιτευτός — αψινθέα — πλαδαρότης — καλαθοσφαιρίστρια — φυτολογικός — αντίκοψη — εμμηνοληξία — ολίγος — σίδηρομεταλλουργία — εξαπτέρυγος — καταδικασμένος |
|||