αυλή

формы словаβ
αυλή
η двор (тж. царский и т. п.);
          βασιλική ~ — королевский двор;

===
          λεμονιά μές τήν ~ μου κι' άν ανθίσει, δέν ανθίσει — посл. [phrase]мне никто не указ, в своём доме что хочу, то и ворочу[/phrase];
          διψά η ~ σου γιά νερό καί σύ τό ρίχνεις (или χύνεις) έξω — посл. [phrase]чего немножко, того не мечи в окошко[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово двор? — αυλή
как с (ново)греческого переводится слово αυλή? — двор


αιθερόδροματακτοποίησηπολυγραφικόςακέρατοςαεροναυτιλιακόςξετσίπωτοςένοπλοςαναγέννησηγεφυροποιόςκυνικόςσιτευτόςαψινθέαπλαδαρότηςκαλαθοσφαιρίστριαφυτολογικόςαντίκοψηεμμηνοληξίαολίγοςσίδηρομεταλλουργία εξαπτέρυγοςκαταδικασμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit