|
напротив, на другой стороне; στήν ~ όχθη — на противоположном берегу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово напротив? — αντιπέρα как на (ново)греческом будет слово на другой стороне? — αντιπέρα как с (ново)греческого переводится слово αντιπέρα? — напротив, на другой стороне — ζαχαρωμένος — ανέμη — αρχαιότερος — δουκικός — διονυχίζω — οκτακόσια — γνώθι — ουρανόραμα — μεγαλωμένος — λειτουργώ — στηθωτός — δέντρωμα — εκείσε — ερπετολογία — μυγάκι — αμβονας — ανορθόγραφος — αριστοκράτης — καταπλακώνω — ευκάλυπτος — ανθελιγμός |
|||