|
(-ήρος) ο тех. 1) инжектор; 2) форсунка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инжектор? — εγχυτήρ как на (ново)греческом будет слово форсунка? — εγχυτήρ как с (ново)греческого переводится слово εγχυτήρ? — инжектор, форсунка — υπόληψη — απαντεμένος — έργο — ιοβαφής — όχθρητα — κατάλυμα — κονικλοτρόφος — εκκολάπτω — ασκαλαβώτης — πρωτομαγειρεύω — εξειδικεύομαι — μυσταγωγώ — δίανθος — αποστομάτου — σταυροκόπημα — αυγουλάτος — διλοχία — γογγύλι — ελεφαντοειδής — δεκαπεντάωρος — ασπρωχτος |
|||