Новогреческий словарь
ενδόλεμφος
ενδόλεμφ|ος
η физиол.
эндолимфа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эндолимфа
? —
ενδόλεμφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδόλεμφος
? — эндолимфа
#
(ново)греческий словарь
—
νομισματικός
—
παρατυγχάνω
—
άρρηκτα
—
άμεστος
—
πνευματολογία
—
σοσιαλδημοκρατία
—
αγελαδοβοσκός
—
ξεπέτα
—
βιος
—
επιβήτωρ
—
αμπελουργός
—
παραπομπή
—
καταπιάνομαι
—
δρομομετρία
—
αυτί
—
εφελκίς
—
εγχυματογενής
—
γλυκαναπαύομαι
—
ασέβαστος
—
αποσβολώνομαι
—
φασκιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве