|
το 1) трофей; 2) победа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трофей? — τρόπαιο как на (ново)греческом будет слово победа? — τρόπαιο как с (ново)греческого переводится слово τρόπαιο? — трофей, победа — πωλητήριος — ακτογραμμή — πιθανώς — επτάρι — δωδεκάμερα — ακτινενεργός — τροχόσπιτο — ερμηνευτέος — ανατολιστής — αλογοσούρτης — ραντιέρης — βελούχι — αφρογενής — υποκατάστημα — βιβλιολατρεία — τερματικός — ωτοκόπτης — διεζευγμένος — πορτάρω — λαγιαρνί — κρησαρίστρα |
|||