|
η суп из «тахини» (тахинная масса из кунжута) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово суп из «тахини»? — ταχινόσουπα как с (ново)греческого переводится слово ταχινόσουπα? — суп из «тахини» — γλυκαντζούρα — χαλκοτύμπανο — ανταπεργώ — μόδα — δεκασχιδής — νοσηλευτική — ενθυμηματικός — διογογγύζω — πραγματεύομαι — λιμένας — ανάδελφος — δέω — παρωνύμιον — απότακτος — αγριότητα — τιμαριωτικός — κοσμολογικός — περικαλάω — τσάταλο — συμπληρωματικός — καινοτομώ |
|||