|
ο ущелистая лесистая местность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ущелистая лесистая местность? — λαγκαδότοπος как с (ново)греческого переводится слово λαγκαδότοπος? — ущелистая лесистая местность — ακώλυτος — περιήλιος — αντισταθμιστικός — αναξιόπιστος — συντροφεύω — ακανθόριος — ένστικτος — μονωτικός — ξαναφορμάρω — φυσιογνωμική — αντικυβερνητικά — γλωσσοδέρνω — απολογιάζω — ψηφοθετώ — ρυπογόνος — κουρέλιασμα — αντρονίζω — ευάερος — επιπωματιστής — αιθεριοποιώ — νιονιό |
|||