Новогреческий словарь
ξεπουπούλλιασμα
ξεπουπούλλιασμα
το 1)
ощипывание перьев
;
2)
оперение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ощипывание перьев
? —
ξεπουπούλλιασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
оперение
? —
ξεπουπούλλιασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεπουπούλλιασμα
? — ощипывание перьев, оперение
#
(ново)греческий словарь
—
ανταποδοτικά
—
ετερόκαρπος
—
καπριτσιόζικα
—
ειδωλολατρεία
—
οφειλή
—
παραδεχτός
—
νεροκαμένος
—
εγωπάθεια
—
ροδοκοκκινίζω
—
θωρακίτης
—
ηπειρωτικός
—
αβομβάρδιστος
—
τρυγίζω
—
ιστοκαλλιέργεια
—
ευπείθεια
—
χυδαϊσμός
—
πρωτοφτάνω
—
χειροδικώ
—
θοπτικά
—
ειρωνικά
—
πολύζυγο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω