Новогреческий словарь
τυπογραφικός
τυπογραφικός
типографский
;
~ό λάθος — опечатка
;
~ά στοιχεία — литеры
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
типографский
? —
τυπογραφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τυπογραφικός
? — типографский
#
(ново)греческий словарь
—
επιούσα
—
μελίτωση
—
κατάντη
—
αθωράκιστος
—
μπασκετμπολίστας
—
δικτυοειδής
—
ξάργου
—
υπερμεγέθης
—
νοομάντις
—
συβαρίτισσα
—
χιονόνερο
—
σύντονος
—
τελματώδης
—
ακροσίδηρος
—
χήνειος
—
ανακατώνομαι
—
κοσμιότης
—
άπηχτος
—
συχωριανή
—
βολτατζάρω
—
τσουρούφλισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве