|
ο посредник, маклер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посредник? — εμπορομεσίτης как на (ново)греческом будет слово маклер? — εμπορομεσίτης как с (ново)греческого переводится слово εμπορομεσίτης? — посредник, маклер — βαρύτητα — φλεγμονώδης — χοντρόμουτρο — αποκρουστήρας — αποκρεύω — περισπάωμαι — αργόστροφος — εναντιοφανής — φιμώνομαι — εξερεύγομαι — τρελογιατρός — αροτρίωση — θεώρατος — μέτρηση — ακόλουθα — εικόνα — ερμαφροδιτισμός — ακορντεονίστρα — πλακόστρωτος — ωτοδυνία — εύτεκνος |
|||