|
το финиковая пальма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово финиковая пальма? — φοινικόδεντρο как с (ново)греческого переводится слово φοινικόδεντρο? — финиковая пальма — τηλεοπτικός — γονιός — ιδιότυπος — λιγνύς — πλανητικός — αντιμοναχικός — σπουδαστήριο — αδαμάλιστος — απλωσιά — έκθυμα — δυναμώνω — οστεοπόρωση — εκτρέπομαι — προσθήκη — τετυφωμένος — κλιβανέας — κραδαστικός — τζαμιλίκι — κλουβί — σωβινιστικός — χειροτεχνικός |
|||