Новогреческий словарь
καλεσμένος
καλεσμέν|ος
приглашённый
;
είμαι ~ στό γάμο — [phrase]я приглашён на свадьбу[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приглашённый
? —
καλεσμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλεσμένος
? — приглашённый
#
(ново)греческий словарь
—
αμαξοπηγός
—
αναχόρταγος
—
δρομοκοπώ
—
ζυγιστής
—
ψοφολόγημα
—
παρηγορούμαι
—
πνευματολογία
—
μετάνοια
—
δηλόω
—
ερημόνησος
—
αγιόνερο
—
εποστράκισμα
—
περιπόδιο
—
αδικοχαμένος
—
ψυχοβόρος
—
δικονομικά
—
αμυγδαλόπηκτο
—
φλόκκιασμα
—
μαγκάλι
—
ρεφενέ
—
λαχάνιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве