|
приглашённый; είμαι ~ στό γάμο — [phrase]я приглашён на свадьбу[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приглашённый? — καλεσμένος как с (ново)греческого переводится слово καλεσμένος? — приглашённый — κυματογόνος — αρχειοθέτης — ντιζέρ — φασαμαίν — ρεζίλεμα — διαλογιέμαι — πνευμονοπάθεια — αδακρυς — τυπάζω — κεραυνοβολώ — λέαινα — απεργός — ειμαρμένον — στραβώνομαι — παρακολουθώ — μουντζούρης — σκιρώ — ξεφλουδίζομαι — οργανωμένος — τρίμερος — καινοτομία |
|||